- χωνευτήριο
- το1. μεταλλευτική κάμινος, χυτήριο.2. η οστεοθήκη των νεκροταφείων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χωνευτήριο — το / χωνευτήριον, ΝΜΑ, και χωνευτήρι Ν μεταλλευτική χοάνη κατάλληλη για την τήξη και την αποκάθαρση μετάλλου, χυτήριο νεοελλ. 1. (ειδικότερα) α) δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια για την τήξη ή την πύρωση διαφόρων… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
απόνιψη — To πλύσιμο των χεριών των καθολικών και των ορθόδοξων ιερέων πριν από τη Θεία Λειτουργία και κατά την προετοιμασία των τιμίων δώρων. Γίνεται στο ιερό του ναού, σε ειδική κόγχη που ονομάζεται χωνευτήριο. Για τους επισκόπους η α. τελείται σε άλλο… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
εκχωνεύω — (Α ἐκχωνεύω) λειώνω κάτι στο χωνευτήριο, λειώνω και κατασκευάζω πάλι κάτι, αναχωνεύω … Dictionary of Greek
προτήκω — ΜΑ τήκω, λειώνω προηγουμένως κάτι στο χωνευτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τήκω «λειώνω, διαλύω, ρευστοποιώ»] … Dictionary of Greek
πρότηξις — ήξεως, ἡ, Α [προτήκω] η εκ τών προτέρων τήξη μετάλλου στο χωνευτήριο … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
χοάνη — και χώνη, η, ΝΜΑ, και χούνη Ν 1. χωνί 2. δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για τήξη μετάλλων, χωνευτήριο νεοελλ. 1. ανατ. καθένα από τα δύο οπίσθια ανοίγματα τής μύτης, με τα οποία επικοινωνούν οι ρινικές θαλάμες με τον ρινοφάρυγγα 2 … Dictionary of Greek